πλακοδόντια

πλακοδόντια
τα, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένη τάξη ημιυδρόβιων ερπετών, αντιπρόσωποι τής οποίας έζησαν κατά το τριαδικό στην κεντρική Ευρώπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. placodontia (< πλάξ, πλακός + οδούς, οδόντος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • σαυροπτερύγια — τα, Ν (παλαιοντ.) τάξη απολιθωμένων ερπετών, πολύ καλά προσαρμοσμένων στην υδρόβια ζωή, η οποία περιλαμβάνει τα νοθοσαύρια τού τριαδικού, τα πλησιοσαύρια τού τριαδικού και τού ανώτερου κρητιδικού και τα πλακοδόντια τού μέσου τριαδικού. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”